- ὑπεξανίσταμαι
- ὑπεξ-ανίσταμαι, [tense] aor. 2 -ανέστην,A arise,
διαβολὴ ὑ. Plu.Cam. 22
, cf. Luc.Merc.Cond.39; ὑ. τινί rise as a mark of respect for . . , Id.Demon.63, Plu.Lyc.20, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαβολὴ ὑ. Plu.Cam. 22
, cf. Luc.Merc.Cond.39; ὑ. τινί rise as a mark of respect for . . , Id.Demon.63, Plu.Lyc.20, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεξανίσταμαι — Α [ἐξανίσταμαι] 1. εξεγείρομαι, εξορμώ («Πύρρος δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», Πλούτ.) 2. (με δοτ.) σηκώνομαι ή παραμερίζω μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ὑπεξανέστη — ὑπεξανίσταμαι arise plup ind act 1st sg (ionic) ὑπεξανίσταμαι arise aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανέστης — ὑπεξανίσταμαι arise plup ind act 2nd sg (ionic) ὑπεξανίσταμαι arise aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανέστησαν — ὑπεξανίσταμαι arise aor ind act 3rd pl ὑπεξανίσταμαι arise aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξαναστῆναι — ὑπεξανίσταμαι arise aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανισταμένη — ὑπεξανίσταμαι arise pres part mp fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανισταμένου — ὑπεξανίσταμαι arise pres part mp masc/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανισταμένους — ὑπεξανίσταμαι arise pres part mp masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανιστάμενος — ὑπεξανίσταμαι arise pres part mp masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανίστανται — ὑπεξανίσταμαι arise pres ind mp 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανίστασθαι — ὑπεξανίσταμαι arise pres inf mp (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)